κλειστά

κλειστά
επίρρ. βλ. κλειστός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλειστά — κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc pl κλειστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc/acc dual κλειστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστάς — κλειστά̱ς , κλειστός that can be shut fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • γερμανικές γλώσσες — Ομάδα ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οι οποίες με τη σύγκριση των κοινών χαρακτηριστικών τους επιτρέπουν την ανασυγκρότηση μιας κοινής γερμανικής, που αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ των γλωσσών αυτών και της ινδοευρωπαϊκής. Η κοινή αυτή γερμανική… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Nummer-eins-Hits in Griechenland (2011) — Alben (internationale Künstler) ΣΑΚΗΣ ΡΟΥΒΑΣ – ΠΑΡΑΦΟΡΑ Special Edition 2 Wochen (52/2010 – 01/2011) (ΤΣΑΝΤΑ – Patty, Box 8 (ΤΣΑΝΤΑ) 3 Wochen (02/2011 – 04/2011, insgesamt 7 Wochen) ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ ΤΑΝΙΑ – ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΕΘΥΣΜΕΝΑ 1… …   Deutsch Wikipedia

  • Ремос, Антонис — Антонис Ремос Αντώνης Ρέμος Антонис Ремос 2011 Основная информация Полное имя Антонис Ремос …   Википедия

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… …   Dictionary of Greek

  • κλειστός, -ή — ό επίρρ. ά 1. κλεισμένος: Η πόρτα είναι κλειστή. 2. αυτός που δεν εργάζεται ή δε λειτουργεί: Τα μαγαζιά είναι κλειστά σήμερα. 3. «με κλειστά τα μάτια», με απόλυτη εμπιστοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Адаму, Иви — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Адаму. Иви Адаму Ήβη Αδάμου Дата рождения 24 ноября 1993(1993 11 24) (19 лет) Место рождения …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”